- μόσχινος
- μόσχ-ινος, η, ον,A of calf-skin, POxy.1923.25 (v/vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόσχινος — μόσχινος, η, ον (Α) [μόσχος (Ι)] κατασκευασμένος από δέρμα μόσχου … Dictionary of Greek
μοσχίνης — μόσχινος of calf skin fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
μοσχινάρι — και μοσκινάρι και μοσκινάριν, τὸ (Μ) 1. μοσχάρι 2. συνεκδ. νεογνό ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου *μοσχινάριος < μόσχινος (πρβλ. μακρινάρι < *μακρινάριος < μακρινός)] … Dictionary of Greek
μοσχίναι — μοσχίνᾱͅ , μόσχινος of calf skin fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)